εκχυμώ — ( όω) (Α ἐκχυμῶ) 1. βγάζω τον χυμό καρπού ή φυτού 2. παθ. ἐκχυμοῡμαι (για τριχοειδή αγγεία) γεμίζω αίμα, σπάζω, και έτσι διαχέω το περιεχόμενο αίμα κάτω από το δέρμα και σχηματίζω εκχυμώσεις, αιματώματα … Dictionary of Greek
θλάση — η (ΑΜ θλάσις) [θλω] σπάσιμο, συντριβή, θραύση, ρήξη, σύνθλιψη, κομμάτιασμα, τσάκισμα νεοελλ. 1. ιατρ. ρήξη τών ιστών, χωρίς λύση τής συνέχειας τού δέρματος, που προκαλείται από αμβλύ όργανο και συνοδεύεται συνήθως από εκχυμώσεις ή εσωτερική… … Dictionary of Greek
λευχαιμία — Νεοπλασματικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοκυττάρων) στον μυελό των οστών. Κατά τη μικροσκοπική εξέταση το αίμα φαίνεται να είναι πλημμυρισμένο από ώριμα και άωρα λευκά αιμοσφαίρια. Οι λ … Dictionary of Greek
γλυκοκορτικοειδή — Στεροειδείς ορμόνες με κύριους εκπροσώπους την κορτιζόλη και την κορτικοστερόνη. Η βιοσύνθεσή τους γίνεται στον φλοιό των επινεφριδίων με πρώτη ύλη τη χοληστερόλη, μέσω μιας διαδικασίας που είναι γνωστή ως στεροειδογένεση. Οι ορμόνες αυτές… … Dictionary of Greek
θρομβολυτικά — Φάρμακα που μπορούν να διαλύσουν ταχύτατα έναν θρόμβο. Επειδή προκαλούν τάση προς εκχυμώσεις και αιμορραγίες, τα θ. συνήθως είναι κατάλληλα μόνο για ενδονοσοκομειακή χρήση, είτε υπό συνεχή ενδοφλέβια έγχυση είτε κατευθείαν στο προσβεβλημένο… … Dictionary of Greek
Ταρντιέ, Oγκίστ Αμβρόσιος — (Tardieu, 1818 – 1879). Γάλλος ιατροδικαστής. Διετέλεσε καθηγητής της ιατροδικαστικής και ακαδημαϊκός. Έγραψε Λεξικό δημόσιας υγιεινής και υγιεινολογίας, Ιατροδικαστική μελέτη περί προσβολής των ηθών, Ιατροδικαστική μελέτη άμβλωσης, Μελέτη περί… … Dictionary of Greek